- βόλαγμα
- το обл забрасывание сетей, невода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βόλαγμα — και βόλασμα, το [βολάζω] το ρίξιμο των διχτυών στη θάλασσα … Dictionary of Greek